- τυραννίδι
- τυραννίςmonarchyfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TYRANNUS — I. TYRANNUS Graece Τύραννος, nomen ignotum olim, praeterquam Aeschylo, Prometheô vinctô, Ε῎νεςτι γὰρ πῶς τοῦτο τῇ τυραννίδι Νόσημα, τοῖς φίλοισιν οῦ πεπονθέναι. et ante ipsum Archilocho, uti Scholiastes Aeschyli ad hl. l. docer. Significabat… … Hofmann J. Lexicon universale
επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… … Dictionary of Greek
νόσημα — (I) το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) [νοσώ] πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια τής υγείας και τής ισορροπίας τού οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.) αρχ. μτφ. α) ηθική αρρώστια… … Dictionary of Greek
τυραννίδ' — τυραννίδα , τυραννίς monarchy fem acc sg τυραννίδι , τυραννίς monarchy fem dat sg τυραννίδε , τυραννίς monarchy fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)